δικηγοράκος

δικηγοράκος
ο
1. νεαρός δικηγόρος
2. άσημος δικηγόρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δικηγορίσκος — ο δικηγοράκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δικηγόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Θεόδ. Γ. Ορφανίδη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”